Όταν το βουνό γίνεται πηγή έμπνευσης!
Το κατάφυτο, το άγριο, το επιβλητικό,
το απρόσιτο ,το ντυμένο με κάθε λογής χρώμα, το λουσμένο στον ήλιο, το κρυμμένο
στην ομίχλη, το ποτισμένο με τη βροχή, το τυλιγμένο στη σιγαλιά του
λευκού…..
Υπάρχει κάτι στα βουνά που εμπνέει
τους ανθρώπους χρόνια τώρα!!!!.
O μεγάλος Γερμανός
φιλόσοφος, Hegel[1], αξιολογώντας τα συστατικά
στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τόνισε πως η Ελλάδα προσφέρει το
γαλήνιο κι ανεπανάληπτο θέαμα της δροσερής νεότητας του πνεύματος. Η αιώνια
αυτή δροσερότητα του ελληνικού πνεύματος, λέγει ο Hegel, ξεκινάει από την
ελληνική φύση. Ο Πάνας ήταν θεός των δασών και των βουνών και προστάτης των
βοσκών. Διέτρεχε τα βουνά και τα λαγκάδια, παίζοντας τον αυλό που εφεύρε ο
ίδιος. Τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων, τον Δία, η ελληνική φαντασία τον
τοποθέτησε πάνω στον Όλυμπο, στο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας.
Ο Γάλλος ποιητής Λεκόντ Ντε Λιλ[2] λέγει σ’ ένα στίχο του, θέλοντας να
εξάρει τη συμβολή των βουνών στην ιστορία των εθνών: «Στα κορφοβούνια είναι η πηγή κάθε φυλής καθάριας».
Και πραγματικά, τα ελληνικά κορφοβούνια στάθηκαν η πλούσια βρυσομάνα της
δημοτικής μουσικής, η κιβωτός του λαϊκού πολιτισμού.
Ο Ράιχνολντ Μέσνερ[3],
Ιταλός ορειβάτης, εξερευνητής και συγγραφέας , του
οποίου τα καταπληκτικά επιτεύγματα στο Έβερεστ και άλλες κορυφές σε
όλον τον κόσμο του απέδωσαν τη θέση μεγαλύτερου αναρριχητή στην
ιστορία είχε πει: «Η ορειβασία είναι έργο
τέχνης. Στην αρχή
βλέπεις μόνο μια γραμμή σε έναν τεράστιο τοίχο συχνά χιλιάδων μέτρων, αλλά
μόλις τον ανέβεις, αυτή ακριβώς η γραμμή γίνεται αληθινή, παρότι κανένας άλλος
δεν μπορεί να τη δει, γιατί υπάρχει μόνο στο δικό σου μυαλό».
Ο Πιέτρο,
ο μικρός ήρωας του Πάολο Κονιέττι στο βραβευμένο βιβλίο του τα« oχτώ βουνά», μετά την περιπλάνησή του στους
δρόμους της νιότης του καταλήγει να παραδεχθεί: «Να τη, λοιπόν,
η κληρονομιά μου: μια πλαγιά στο βράχο, χιόνι, ένας σωρός ακανόνιστα λιθάρια,
ένα πεύκο.» Αυτό δεν είναι άραγε και το νόημα της ζωής; Μια αμφισβήτηση, μια
περιπλάνηση και η κατάληξη στην προσωπική μας
Ιθάκη;
Πολλοί Έλληνες ποιητές ύμνησαν το βουνό. Κλασικό παράδειγμα « ο ποιητής του βουνού και της στάνης» , όπως είναι γνωστός ο Κώστας Κρυστάλλης, ήταν ο κατεξοχήν γνήσιος εκφραστής της βουκολικής ζωής και της αγάπης του για τη φύση και τα βουνά του, όπως χαρακτηριστικά έγραφε στα ποιήματά του.
Πολλοί Έλληνες ποιητές ύμνησαν το βουνό. Κλασικό παράδειγμα « ο ποιητής του βουνού και της στάνης» , όπως είναι γνωστός ο Κώστας Κρυστάλλης, ήταν ο κατεξοχήν γνήσιος εκφραστής της βουκολικής ζωής και της αγάπης του για τη φύση και τα βουνά του, όπως χαρακτηριστικά έγραφε στα ποιήματά του.
«…….Μπεζέρισα νὰ
περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω
τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα…….», γράφει στο ποίημα του « Στο Σταυραητό»
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα…….», γράφει στο ποίημα του « Στο Σταυραητό»
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου , ο συγγραφέας
των παιδικών μας χρόνων, στο βιβλίο «Τα Ψηλά βουνά», μέσα από την
απλή και ζωντανή γλώσσα του, αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας 26 παιδιών που
περνούν μόνα τους τις καλοκαιρινές διακοπές στα βουνά της Ευρυτανίας. Τα παιδιά
που θα μπορούσαμε να είμαστε όλοι εμείς, όταν τα χωριά μας, τα σχολειά μας και
τα σπίτια μας ήταν ακόμα γεμάτα!
Και τι θα μπορούσαμε πραγματικά να
πούμε για τον Νίκο Καζαντάκη! Η βουνίσια λατρεία του ομολογουμένη και
εξομολογημένη με κάθε τρόπο στα έργα του.[4]
«Κάποτε με
κυριεύει επίμονα η ιδέα να ανεβώ σε ένα βουνό και να μην κατέβω πια»
( Γράμμα στον Παντελή Πρεβελάκη από τη Μαδρίτη την 1η Νοεμβρίου
1932)
«… το σώμα μου κουράστηκε να παρακολουθεί το
πνεύμα και πάω τώρα στο βουνό να ξαναπάρω δύναμη…»
(Γράμμα στον Β. Knös από Antibes,30-01-52)
«Γι’ αυτό
χρειάζομαι αψηλό βουνό. Γαλήνη – για να βγω ζωντανός»
(Μόσχα, 21-03-1929, γράμμα στην Ελένη Σαμίου)
Όσο για το Νικηφόρο Βρεττάκο[5] συνομιλεί με «τον γέρο παππού, τον αγαθό του γίγαντα», τον Ταΰγετο, και σε στιγμές ψυχικής δοκιμασίας
του λέει:
«Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω, ν’ ακουμπήσω κάπου τη λύπη μου.
Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα, αισθήματα, ιδέες, ήταν ρευστά,
χρειαζόμουν μια πέτρα στερεή ν’ ακουμπώ το χαρτί μου».
«Βουνά παιδιά γιγάντικα της Γης, βουνά
ανυπόταχτα, βουνά αιώνια» τα αποκαλεί στο ποίημα του «Το τραγούδι των βουνών», ο
μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς και με καημό νοσταλγεί να
γυρίσει σ’ αυτά, στην αληθινή , την πρώτη του πατρίδα.
«……..Ω!
καν εσείς, βουνά ψηλά, βουνά που μια φορά τον ήλιο επρωτοείδα
κάμετ’
εσείς, να μη σας λησμονά ποτέ η ψυχή μου, ω πρώτη μου πατρίδα
…….Και
κάμετε να ελπίζω πως θα ’ρθώ, μόλις ξεφύγω από τη φυλακή μου
στα
ύψη σας, να ξανανταμωθώ μ’ εσάς, πατρίδα αληθινή δική μου»
Και πώς να μην αγγίξουν την ψυχή σου
τα λόγια αυτών των ανθρώπων, όταν αρκετές φορές εκεί πάνω στα κορφοβούνια η
ψυχή φτερουγίζει σε μέρη ουράνια, λες και ο Θεός σε κάλεσε για να περπατήσεις
μαζί του, αυτοί που έφυγαν, ως αεροφύσημα θαρρείς, όταν οι αντοχές λυγίζουν, σε
παίρνουν μαζί στο πέταγμά τους και ο πόνος μεμιάς γίνεται λύτρωση και η κορυφή νοσταλγία.
Και πόσες φορές πάλι εκεί που η ψυχή αιθεροβατεί, έρχεται το ίδιο το βουνό, σου
δείχνει την κυριαρχία του, σταματά τα παιχνίδια του μυαλού σου και σε
επαναφέρει στην γήινή σου ασφαλή πραγματικότητα. Ακόμα και αυτή η αίσθηση όμως έχει
μία απροσδιόριστη, παράξενη γοητεία. Γιατρεύεις την ψυχή σου και συνεχίζεις τον
αγώνα σου. Έτσι κι αλλιώς η πραγματικότητά σου είναι η ικανότητα συνύπαρξης με
τους άλλους ανθρώπους.
Η ελευθερία
είναι υπόθεση του ίδιου του εαυτού μας. Δεν μας την επιβάλει κανένας. Κατεξοχήν
ο βουνίσιος άνθρωπος έχει αυτό το χάρισμα. Είναι υψιπέτης, πνεύμα
ανυπότακτο, τολμηρό και ελεύθερο. Κάποιες φορές όμως και ειδικά αυτοί που
ορειβατούν είναι οι παρεξηγημένοι, οι αιθεροβάμονες, τα αερικά ας μου επιτραπεί
η λέξη. Θα χρησιμοποιήσω όμως τα λόγια του Νίτσε « Όσο πιο ψηλά πετάμε, τόσο
πιο μικροί φαντάζουμε σ’ εκείνους που δεν
μπορούν να πετάξουν» . Σίγουρα με τα «φτερά» του σώματος ο άνθρωπος δεν μπορεί
να φτάσει τον «Σταυραητό» του Κρυστάλλη, με τα φτερά της ψυχής του όμως μπορεί
να ανταμώνεται μαζί του.
Κλείνοντας λοιπόν, απαλλαγμένοι από τις προσωπικές μας
φυλακές που μας καθηλώνουν στα χαμηλά, ας βρούμε το ξέφωτο που θα μας οδηγήσει
στις πολυπόθητες κορφές μας. Αυτές που έχει ανάγκη να ονειρευτεί και να
προσεγγίσει ο καθένας μας. Τα λόγια του Γκαίτε εύχομαι να είναι η πραγματικότητα
της ζωής μας, έστω και λίγο παραλλαγμένα,
«Πάντα ψηλότερα να ανεβαίνουμε , πάντα μακρύτερα να πηγαίνουμε». Κυριολεκτικά
και μεταφορικά…..!!!
ΚΑΡΑΜΠΑΛΗ ΔΗΜΗΤΡΑ
[1] Από το site The Hiking
Experience «Τα βουνά ως πλαίσιο του πολιτισμού και της ιστορίας των Ελλήνων»
[2] Από το ίδιο site
[3] http://www.andro.gr/drasi/reinhold-messner/
[4] Τρία αποσπάσματα από το
δοκίμιο του Κ. Γιώργου Σταματίου, με τίτλο « Η ΒΟΥΝΟΛΑΤΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΑΚΗ», που
δημοσιεύτηκε στο Scriptamanent.
[5] http://philologoi.mes.sch.gr/files/vrettakos_kakourou.pdf
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου